- συγκολλητής
- οαυτός που κάνει τη συγκόλληση: Εργάζεται ως συγκολλητής σ' ένα μηχανουργείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγκολλητής — one who glues together masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκολλητής — ο, ΝΑ [συγκολλῶ] νεοελλ. μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις αρχ. μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
περίτριμμα — το, ΝΜΑ [περιτρίβω] 1. αυτό που αποβάλλεται με τριβή από κάτι, απότριμμα, θρύμμα, απόρριμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άνθρωπος ευτελής, τιποτένιος, κάθαρμα (α. «περίτριμμα τής κοινωνίας» β. «ψευδῶν συγκολλητής... εὑρησιεπής, περίτριμμ ἀγορᾱ...», Αριστοφ … Dictionary of Greek
κολλητής — ο συγκολλητής, αυτός που συγκολλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)